- εἰδωλοποιῷ
- εἰδωλοποιόςimage-makermasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ειδωλοποιώ — ( έω) (Α εἰδωλοποιῶ) νεοελλ. κάνω κάτι είδωλο, αντικείμενο λατρείας αρχ. 1. σχηματίζω εικόνα στο μυαλό μου 2. παριστάνω, απεικονίζω από πρότυπο 3. περιγράφω με λόγια … Dictionary of Greek
ειδωλοποιώ — ειδωλοποίησα, ειδωλοποιήθηκα, ειδωλοποιημένος, μτβ. 1. κατασκευάζω είδωλα, κάνω κάποιον αντικείμενο αφοσίωσης και λατρείας: Οι μεγάλες κινηματογραφικές εταιρείες ειδωλοποιούν ηθοποιούς. 2. μτφ., λατρεύω κάποιον ως είδωλο: Ειδωλοποίησε τον εραστή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ποιώ — ποιῶ, ΝΜΑ β συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε ποιός (πρβλ. αρτοποιώ < αρτοποιός, νεωτεροποιώ < νεωτεροποιός), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό ποιώ λειτούργησε ως παραγωγική… … Dictionary of Greek
προειδωλοποιώ — έω, Α σχηματίζω ένα είδωλο, μια εικόνα στο μυαλό μου εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εἰδωλοποιῶ «σχηματίζω εικόνα στο μυαλό μου»] … Dictionary of Greek